Έρχεσαι σαν απαλό χάδι Ερατώ!
Όταν αγριεύει μέσα μου κείνο το μισό που ρωτά συνέχεια “γιατί εγώ;”
ανοίγει το κουκούλι της κρυψώνας σου
και ένα βήμα κάνει το γυμνό κορμί σου.
Η Λύρα σου κραδαίνει στον αιθέρα
το άρωμα των ρόδων που φοράς
της Μνημοσύνης μάνας σου λάμπει η θεία βέρα
και όλες οι αισθήσεις μου γίνονται μόνο μια.
Κι εκείνο το μισό που μένει εδώ
θυμάται κι ερωτεύεται
ντύνεται ένα-ένα όλου του χορού τα βήματα
μυρίζει κι αναπνέει όλα τα ποιήματα
χαϊδεύει τη φωτιά και νοιώθει πως δροσίζεται.
Εκείνο το μισό
γεύεται αυτό που μένει πάντα δίιπλα σου Ερατώ
που είναι πάντα ολόκληρο κι ας φαίνεται μισό
ρέει στο Ρω σου όταν λέει το όνομά σου
και στο Ωμέγα σου νοσταλγικά ενώνεται
στο κάλεσμα του Μουσηγέτη Απόλλωνά σου!